Με κομμένη την ανάσα
ΣΥΝΟΨΗ
Ο Μισέλ Πουακάρ (Jean-Paul Belmondo) είναι ένας νεαρός, αντικομφορμιστής μικροαπατεώνας που θαυμάζει τους αμερικανούς γκάνγκστερ και τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ. Αφού κλέβει ένα αυτοκίνητο στη Μασσαλία και σκοτώνει έναν αστυνομικό που τον καταδιώκει, φτάνει στο Παρίσι προσπαθώντας να μαζέψει χρήματα για να δραπετεύσει στην Ιταλία. Εκεί συναντά την Πατρίσια Φράντσινι (Jean Seberg), μια Αμερικανίδα φοιτήτρια δημοσιογραφίας που πουλά εφημερίδες στη λεωφόρο των Ηλυσίων Πεδίων. Ο Μισέλ την ερωτεύεται και προσπαθεί να την πείσει να φύγει μαζί του. Ωστόσο, καθώς η αστυνομία τον κυνηγά και η Πατρίσια αρχίζει να αμφιταλαντεύεται για τα αισθήματά της και την εμπλοκή της, η σχέση τους οδηγείται μοιραία σε προδοσία και τραγικό τέλος.
- Πρωτότυπος τίτλοςÀ bout de souffle (Breathless)
- Έτος παραγωγής1960
- ΕίδοςΔραματική περιπέτεια
- Χώρα παραγωγήςΓαλλία
- ΓλώσσαΓαλλικά, Αγγλικά
- Διάρκεια90′
- ΣκηνοθεσίαJean-Luc Godard
- ΣενάριοFrançois Truffaut, Claude Chabrol, Jean-Luc Godard
- ΗθοποιοίJean-Paul Belmondo, Jean Seberg, Daniel Boulanger, Henri-Jacques Huet, Roger Hanin, Van Doude, Claude Mansard, Liliane Dreyfus, Michel Fabre
- ΦωτογραφίαRaoul Coutard
- ΜουσικήMartial Solal
Συνδρ/τές ΚΙΝΛΕΡ:  3€
Μαθητές:  3€
Φοιτητές:  3€
Άνεργοι:  3€
Η προβολή της ταινίας θα γίνει με υπότιτλους στα ελληνικά.
Σχόλια - Πληροφορίες
Πρωταγωνιστές της ταινίας είναι οι Ζαν Πολ Μπελμοντό και Τζιν Σίμπεργκ. Πρόκειται για την πρώτη ταινία μεγάλου μήκους που σκηνοθέτησε ο Γκοντάρ στην οποία ο Μπελμοντό έκανε το ντεμπούτο του ως ηθοποιός. Η ταινία αποτελεί πρώιμο δείγμα του γαλλικού νέου κύματος (Nouvelle Vague) και μαζί με τα 400 χτυπήματα (Les Quatre Cents Coups) του Φρανσουά Τρυφώ και το Χιροσίμα, αγάπη μου (Hiroshima, Mon Amour) του Αλέν Ρενέ , που γυρίστηκαν έναν χρόνο νωρίτερα, επέφερε παγκόσμια αναγνώριση αυτού του νέου είδους κινηματογράφησης.
Trivia για την ταινία
- Η ταινία ξεχωρίζει για το πειραματικό μοντάζ (περίφημα jump cuts), τους αυτοσχεδιασμένους διαλόγους, και το αντι-ηρωικό ύφος της.
- Ο Γκοντάρ αποδομεί τις συμβάσεις του κλασικού κινηματογράφου και δημιουργεί έναν νέο, πιο ελεύθερο, προσωπικό τρόπο αφήγησης.
- Το έργο σχολιάζει τη νεανική αποξένωση, τη σχέση ζωής και κινηματογράφου, αλλά και την επιρροή της αμερικανικής κουλτούρας στη μεταπολεμική Ευρώπη.
- Η ταινία γυρίστηκε με ελάχιστα χρήματα, κυρίως με χειροκίνητη κάμερα (handheld) στους δρόμους του Παρισιού, χωρίς άδεια συχνά. Αυτό της έδωσε τον ρεαλιστικό, “ακατέργαστο” χαρακτήρα της.
- Για να αποφύγουν τη γραφειοκρατία και να κινηματογραφήσουν σε δημόσιους χώρους, ο οπερατέρ Ραούλ Κουτάρ χρησιμοποιούσε φορητή κάμερα Éclair και φως από φυσικές πηγές (π.χ. βιτρίνες, φανάρια).
- Ο Γκοντάρ συχνά έγραφε τους διαλόγους το ίδιο πρωί των γυρισμάτων ή ακόμα και τους ψιθύριζε στους ηθοποιούς λίγο πριν το γύρισμα.
- Τα “jump cuts” από λάθος έγιναν καινοτομία: Το περίφημο ασυνεχές μοντάζ προέκυψε γιατί ο Γκοντάρ ήθελε να συντομεύσει τη διάρκεια χωρίς να κόψει ολόκληρες σκηνές. Το αποτέλεσμα έγινε σήμα κατατεθέν του σκηνοθέτη.
- Η σκηνή του αυτοκινήτου: Οι λήψεις όπου ο Μισέλ οδηγεί και μιλά στην κάμερα έγιναν με την κάμερα δεμένη στο καπό, κάτι πολύ πρωτοποριακό για την εποχή.
- Ο Ζαν-Πολ Μπελμοντό ήταν σχετικά άγνωστος τότε· ο ρόλος του Μισέλ τον έκανε σύμβολο του “cool” και εκτόξευσε την καριέρα του.
- Ο Γκοντάρ επέλεξε τη Ζαν Σίμπεργκ αφού την είχε δει στο Saint Joan (1957). Το αγορίστικο κούρεμά της και η αμερικανική προφορά έγιναν εμβληματικά.
- Ο θαυμασμός του Μισέλ για τον Μπόγκαρτ υπογραμμίζει την επιρροή του αμερικανικού κινηματογράφου πάνω στη γαλλική νεολαία, αλλά και τη ματαιότητα της μίμησης ενός “κινηματογραφικού” τρόπου ζωής.
- Η ταινία ήταν αφιέρωμα και ειρωνεία ταυτόχρονα στο φιλμ νουάρ και τις αμερικανικές αστυνομικές ταινίες.
- Ο τίτλος À bout de souffle σημαίνει κυριολεκτικά «εκτός αναπνοής», που αποδίδει τόσο τη φυσική κούραση του ήρωα όσο και την υπαρξιακή αγωνία μιας γενιάς.
- Ο Γκοντάρ ξεκίνησε την ταινία βασισμένος σε ιδέα του Φρανσουά Τρυφώ, που εμπνεύστηκε από ένα πραγματικό περιστατικό αστυνομικού καταζητούμενου.
- Η τελική σκηνή, όπου η Πατρίσια προδίδει τον Μισέλ, θεωρείται εμβληματική του υπαρξιστικού πνεύματος της εποχής - η ελευθερία, η προδοσία και η αναζήτηση νοήματος σε έναν αδιάφορο κόσμο.
- Η ταινία προβλήθηκε το 1960 στο Φεστιβάλ Βερολίνου, όπου απέσπασε ενθουσιώδη υποδοχή και κέρδισε το Βραβείο Κριτικών.
- Η ταινία Με κομμένη την ανάσα θεωρείται μνημείο κινηματογραφικής καινοτομίας. Καθιέρωσε τον Γκοντάρ και τον Μπελμοντό, επηρέασε γενιές σκηνοθετών και άνοιξε τον δρόμο για έναν πιο προσωπικό, επαναστατικό κινηματογράφο.
Η ιστορία αφορά στην ερωτική, αμήχανη και αμφιθυμική σχέση δύο νέων, μιας αμερικανίδας φοιτήτριας, της Πατρίτσια (Τζιν Σίμπεργκ), και ενός γάλλου μικροεγκληματία, του Μισέλ Πουακάρ (Ζαν Πολ Μπελμοντό), στο Παρίσι. Ενώ ο Μισέλ καταζητείται από την αστυνομία, προσπαθεί να κάνει την Πατρίτσια να τον αγαπήσει και να το σκάσει μαζί του στην Ιταλία.
Η ταινία έχει πολλές αναφορές στον αμερικανικό κινηματογράφο, με πολλές ανατροπές και καινοτομίες. Ο Γκοντάρ επινοεί πολλές τεχνικές που θα χαρακτηρίσουν το ύφος της Nouvelle Vague, όπως κάμερα στο χέρι που κινείται αδιάκοπα, μεγάλα σε διάρκεια πλάνα, jump cuts, στοπ-καρέ, γύρισμα σε εξωτερικούς χώρους, χαμηλός προϋπολογισμός, φυσικοί φωτισμοί, αυτοσχεδιασμός στην υπόθεση και στο διάλογο, πειραματισμός στον ήχο. Το σενάριο βασίστηκε σε μια ιδέα του Τρυφώ, ενώ διευθυντής φωτογραφίας ήταν ο Ραούλ Κουτάρ, συνεργάτης του Γκοντάρ και σε άλλες ταινίες και ένας από τους πιο ευρηματικούς διευθυντές φωτογραφίας της Nouvelle Vague. Η ταινία είναι επίσης αξιοσημείωτη για τον περίπλοκο γυναικείο χαρακτήρα της πρωταγωνίστριας.
[Πηγή: www.tainiothiki.gr]
Σχολιασμός της ταινίας από τον Χρήστο Μήτση για το Αθηνόραμα
Όσοι πιστεύουν ότι η κινηματογραφική ιστορία χωρίζεται στην προ και μετά Γκοντάρ εποχή έχουν τελικά δίκιο. Ξαναβλέποντας σήμερα την πρώτη και εμβληματικότερη ταινία του, διαπιστώνει κανείς πόσα χρωστά στον παιχνιδιάρικο και βαθιά υπαρξιακό αυτό ύμνο στην απόλυτη ελευθερία ολόκληρο το μοντέρνο σινεμά. Τα πάντα ξεκίνησαν από τη σεναριακή ιδέα μιας σελίδας που έδωσε ο Φρανσουά Τριφό στον τότε φίλο του και στην οποία περιγράφονταν πως ένας κλέφτης αυτοκινήτων σκοτώνει κατά λάθος έναν αστυνομικό και καταφεύγει στο Παρίσι, όπου έχει μια εφήμερη ερωτική σχέση με μια Αμερικανίδα.
Αφήνοντας πίσω του τη μυθιστορηματική, κλασική αφήγηση που «καταδυνάστευε» ως τότε το σελιλόιντ, ο Ζαν – Λικ Γκοντάρ μεταμορφώνει το απλό αυτό στόρι στην ταινία – σύμβολο της νουβέλ βαγκ, σε ένα ρομαντικό και αναρχικό κινηματογραφικό ποίημα, το τολμηρότερο (κι ίσως το μελωδικότερο) του 20ού αιώνα. Μετά το «Με Κομμένη την Ανάσα», από τα ρακόρ (τη σύνδεση) των πλάνων ως τη χρήση της ηχητικής μπάντας, τους φωτισμούς και τη διηγηματική λογική (τόσο σε επίπεδο πλοκής όσο και ανάλυσης χαρακτήρων), τίποτα δεν θα είναι το ίδιο πια για τις ιστορίες που θα μας αφηγηθεί η μεγάλη οθόνη. Ιστορίες στις οποίες το ίδιο το σινεμά κατέχει μια εξέχουσα δραματική σχέση, τόσο ως σινεφίλ αναφορά (ο Μπελμοντό μπροστά στη φωτογραφία του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ) όσο και ως παιχνίδι με τους κώδικες και τα είδη του (το νουάρ, η αστυνομική ταινία, το ερωτικό μελόδραμα).
Μπορεί πριν από τον Γκοντάρ οι Τζίγκα Βερτόφ και Λουίς Μπουνιουέλ, ανάμεσα σ’ άλλους, να αμφισβήτησαν θαρραλέα επί της οθόνης την παντοδυναμία της αριστοτέλειας αφήγησης, μπορεί στα τέλη της δεκαετίας του ’50 ο Αλέν Ρενέ και ο Μικελάντζελο Αντονιόνι να ξεκίνησαν να θεμελιώνουν τους νέους, ανατρεπτικούς κινηματογραφικούς κανόνες, ήταν όμως ο σκηνοθέτης τού «Με Κομμένη την Ανάσα» εκείνος που απελευθέρωσε οριστικά το σινεμά από τα δεσμά της λογοτεχνίας και του θεάτρου, καταξιώνοντάς το αποκλειστικά ως την τέχνη της κινούμενης εικόνας.
[Πηγή: Χρήστος Μήτσης για το Αθηνόραμα, www.athinorama.gr]
Συνεργασία - Χορηγία
Η ταινία προβάλλεται σε συνεργασία της Κινηματογραφικής Λέσχης Ρεθύμνου με το Γαλλικό Ινστιτούτο Ελλάδας.
Βραβεία και διακρίσεις
Η ταινία απέσπασε 5 βραβεία και 4 υποψηφιότητες σε διάφορα φεστιβάλ κινηματογράφου και απονομές βραβείων. Ήταν υποψήφια για το Βραβείο BAFTA Α΄ Γυναικείου Ρόλου (Τζιν Σίμπεργκ) το 1962.
Trailer της ταινίας
Φωτογραφικά στιγμιότυπα της ταινίας
Αφίσες της ταινίας
Βιογραφικό του σκηνοθέτη
Ο Ζαν Λικ Γκοντάρ (1930) είναι ενδεχομένως ο σημαντικότερος εν ζωή σκηνοθέτης του γαλλικού κινηματογράφου. Με καταγωγή από την Ελβετία, σπούδασε ανθρωπολογία στο Παρίσι, όπου απορροφήθηκε από την αναδυόμενη παρισινή κινηματογραφοφιλία της δεκαετίας του 1950 και σύντομα, από κριτικός του κινηματογράφου, έγινε ένας από τους κορυφαίους σκηνοθέτες της Nouvelle Vague. Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 έκανε πολιτικοποιημένο κινηματογράφο, αλλά και όλο του το έργο —πάνω από 50 ταινίες— διαπνέεται από μια πολιτική αισθητική του κινηματογράφου, με την οποία αναστοχάζεται φιλοσοφικά τις εκφραστικές δυνατότητες του κινηματογράφου. Αξίζει να σημειωθεί το πολυμεσικό έργο του Histoire(s) du cinéma (1998), στο οποίο στοχάζεται ταυτόχρονα πάνω στην Ιστορία αλλά και τις ιστορίες του σινεμά.








