Τρυφερότητα
ΣΥΝΟΨΗ
Στη Νάπολη, ο Λορέντζο, ένας συνταξιούχος και περήφανος δικηγόρος από το Μπεντιβόλιο, ζει μόνος σε ένα ανάκτορο, χωρίς να έχει καμία επαφή με τα ενήλικα παιδιά του. Ο Λορέντζο θα έρθει κοντά στην Μικέλα, μια νέα γειτόνισσα από τον βορρά, αλλά και τον σύζυγο της, τον Φάμπιο. Όμως ένα αναπάντεχο συμβάν θα ταράξει τις ζωές όλων...
- Πρωτότυπος τίτλοςLa Tenerezza (Tenderness)
- Έτος παραγωγής2017
- ΕίδοςΔραματική
- Χώρα παραγωγήςΙταλία
- ΓλώσσαΙταλικά
- Διάρκεια103′
- ΣκηνοθεσίαGianni Amelio
- ΣενάριοGianni Amelio, Alberto Taraglio
- ΗθοποιοίRenato Carpentieri, Elio Germano, Giovanna Mezzogiorno, Micaela Ramazzotti, Greta Scacchi, Arturo Muselli, Giuseppe Zeno, Maria Nazionale
- ΦωτογραφίαLuca Bigazzi
- ΜουσικήFranco Piersanti
Συνδρ/τές ΚΙΝΛΕΡ:  3€
Μαθητές:  3€
Φοιτητές:  3€
Άνεργοι:  3€
Η προβολή της ταινίας θα γίνει με υπότιτλους στα ελληνικά.
ΣΧΟΛΙΑ - ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
Ο Λορέντζο, που στο παρελθόν ήταν διάσημος δικηγόρος, ζει σε ένα όμορφο παλιό κτίριο στο κέντρο της Νάπολης. Τώρα, μετά από μια σειρά επαγγελματικών ατυχιών, έχει περιέλθει σε δυσμένεια, λόγω μιας παράξενης προσωπικότητας που τον οδηγεί περισσότερο στην απάτη παρά στον σεβασμό του νόμου.
Ακόμα και στις οικογενειακές του σχέσεις, ο Λορέντζο καταρρέει κάθε μέρα, φαινομενικά χωρίς λόγο και αρνείται την αγάπη του στα παιδιά του. Ο Σαβέριο, ο μικρότερος, δεν τον νοιάζει: επενδύει σε έναν χώρο μουσικής και απλώς διψάει για χρήματα. Η Έλενα, από την άλλη πλευρά, τον αγαπάει και υποφέρει γι' αυτό. Τώρα, πατέρας και κόρη δεν μιλούν καν μεταξύ τους. Κάτι τους χωρίζει, ένα σκοτεινό γεγονός που συνδέεται με τον θάνατο της συζύγου του, την οποία ο Λορέντζο, όπως ο ίδιος παραδέχεται, δεν αγαπούσε και την απάτησε χωρίς ενδοιασμούς. Εγωιστής και απότομος, η μόνη του συντροφιά είναι ο εγγονός του Φραντσέσκο, τον οποίο παίρνει από το σχολείο για να τον εκπαιδεύσει με τον δικό του τρόπο. Όμως ο Λορέντζο θα γίνει μάρτυρας ενός φαινομενικά κοινότοπου γεγονότος που θα αλλάξει τη ζωή του.
Ο Φάμπιο και η Μικέλα, ένα νεαρό ζευγάρι με δύο μικρά παιδιά από τον Βορρά, μετακομίζουν στο απέναντι διαμέρισμα. Είναι λίγο περιπλανώμενοι λόγω των επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων και επίσης λίγο αποπροσανατολισμένοι σε μια όμορφη αλλά δύσκολη πόλη όπως η Νάπολη. Είναι όμορφοι, εξωστρεφείς και φιλικοί, ενώ ο Λορέντζο είναι γκρινιάρης και δύσπιστος. Η Μικέλα, πάνω απ' όλα, είναι μια δύναμη της φύσης. Με τον τρόπο της, μαλακώνει τη σκληρότητα του γείτονά της, "κλέβει" τη βεράντα του για να πάει στο σπίτι της κάθε φορά που ξεχνάει τα κλειδιά της, τον βάζει να της κάνει μαθήματα μαγειρικής και τον κάνει να νιώθει καλύτερα... Σε σύντομο χρονικό διάστημα, ο Λορέντζο γίνεται μέλος της οικογένειας, περνώντας περισσότερο χρόνο μαζί τους παρά στο γραφείο του, απολαμβάνοντας το παιχνίδι με τα παιδιά τους και ανακτώντας μια αίσθηση χαράς που φαινόταν χαμένη. Η Έλενα το παρατηρεί αυτό, ίσως ζηλεύοντας, αλλά τον αφήνει να κάνει το δικό του. Μέχρι που ένα βράδυ, επιστρέφοντας σπίτι για το συνηθισμένο δείπνο των γειτόνων του, ο Λορέντζο βρίσκει μια συγκεχυμένη, σοκαριστική αναταραχή στο κτίριο. Κάτι έχει συμβεί που θα ταράξει τις ζωές όλων από εκείνη τη στιγμή και μετά...
Λίγα λόγια για την ταινία από τον σκηνοθέτη Gianni Amelio
«Η "Τρυφερότητα" είναι μια ιστορία ανήσυχων συναισθημάτων: μεταξύ πατέρων και γιων, μεταξύ αδελφών, ανάμεσα σε φαινομενικά γαλήνιους ανθρώπους. Τα συναισθήματα είναι τα πιο δυνατά και εύθραυστα πράγματα που έχουμε. Ρισκάρουν και μας θέτουν σε κίνδυνο. Η αγάπη δεν μας βοηθάει πια όταν τελειώνει. Μας κάνει να κάνουμε περισσότερα λάθη, μετατρέπεται σε μια αδιαθεσία που μας κάνει να χάνουμε το μυαλό μας. Δεν υπάρχουν καλοί ή κακοί σε αυτή την ιστορία, μόνο άνθρωποι που δεν μπορούν να αναπτυχθούν από τα λάθη τους, ακόμα και όταν η ζωή φαίνεται να τους προστατεύει, αλλά αντίθετα κάνει κάθε τους πράξη επικίνδυνη και τιμωρητική. Εδώ, η αγάπη συνοδεύεται από φόβο, όχι μόνο τον φόβο ότι δεν θα αγαπηθούμε, αλλά και τον φόβο ότι δεν ξέρουμε πώς να αγαπήσουμε με τον σωστό τρόπο, ότι δεν είμαστε ικανοί να το κάνουμε. Μπορούμε να χάσουμε τον εαυτό μας μέσα από την υπερβολική αγάπη, ή μέσα από την ξηρασία, αλλά κανείς δεν βρίσκει ένα σημείο ισορροπίας, αν υπάρχει καν στις ανθρώπινες σχέσεις. Η τρυφερότητα είναι μια ιστορία που μιλάει για ένα κοινό άγχος από την οπτική γωνία όσων το βιώνουν. Σκηνοθετεί μια δυστυχία που μας επηρεάζει όλους και την αποτυπώνει εκ των έσω, χωρίς επιβεβλημένη αλλά με άπειρη ενσυναίσθηση. Είναι μια ταινία που αναζητά τους λόγους για κάθε χαρακτήρα μέσα από τη συμπεριφορά του, συχνά σκληρή, τυλιγμένη σε μυστήριο. Είναι η πρώτη φορά που μια από τις ταινίες μου παρουσιάζει έναν πρωταγωνιστή στην ηλικία μου. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η "Τρυφερότητα" είναι μια αυτοβιογραφική ταινία. Η παρατήρηση κάποιου από κοντά του οποίου ο τρόπος σκέψης και συναισθημάτων είναι ο αντίθετος από τον δικό μας μπορεί να μας βοηθήσει να τον καταλάβουμε καλύτερα. Ίσως είναι μια πράξη πίστης που εκφράζω στον εαυτό μου αλλά και στους άλλους, να ζήσουμε τα δύσκολα χρόνια μας κάνοντας λάθη από αδυναμία, όχι από επιλογή. Και να επιμένουμε στην αγάπη, όσο δύσκολα κι αν είναι τα πράγματα.»
[Gianni Amelio]
Σχολιασμός της ταινίας από τον Παναγιώτη Τιμογιαννάκη
«Από την αγαπημένη δική μας καλλιτέχνιδα του τραγουδιού, την ΑΡΛΕΤΑ, θα ξεκινήσω και θα σταθώ αρκετά σε αυτό διότι το ίδιο κάνει κι η ταινία. Για μας είναι τιμή να βλέπουμε μια ιταλική ταινία κι όχι όποια κι όποια αλλά του ΤΖΑΝΙ ΑΜΕΛΙΟ- θα τα πω παρακάτω και για αυτόν-κι οι τίτλοι να σε ξαφνιάζουν…Ξεκινούν με το τραγούδι της αξέχαστης «μια φορά θυμάμαι μ’ αγαπούσες»…, ο θεατής αποσβολώνεται , και βλέπει να παίζει ΟΛΟΚΛΗΡΟ το τραγούδι όσο διαρκούν οι τίτλοι αρχής. Οι οποίοι είναι καμωμένοι με τον πολύ παλιό κι «ορθόδοξο» τρόπο, να είναι σε ένα πλαίσιο, να τους συνοδεύει μουσικό θέμα κι ύστερα να αρχίζει η ταινία. Το τιμητικό και συγκινητικό ξάφνιασμα, όμως, γύρω από την Αρλέτα δεν είναι ένα πυροτέχνημα. Είναι ένα εύρημα , όπως αποδεικνύεται παρακάτω, του κορυφαίου σκηνοθέτη ΤΖΑΝΙ ΑΜΕΛΙΟ, που τελευταία τον είχαμε χάσει (ποιος ξεχνά το «LAMERICA», το «IL LADRO DI BAMBINI» ή το υποψήφιο για Ξενόγλωσσο Οσκαρ «PORTE APERTE» την τελευταία μεγάλη πολιτική ταινία του Τζαν Μαρία Βολοντέ) ο οποίος έψαχνε τραγούδια που να σηματοδοτήσουν το έργο του. Σκεφθείτε τι ψάξιμο έκανε, κατέληξε στο ελληνικό, το χρησιμοποίησε στους τίτλους αλλά ΧΩΡΙΣ ΙΤΑΛΙΚΟΥΣ ΥΠΟΤΙΤΛΟΥΣ, το ακούμε μόνο στα ελληνικά και ίσως κάποιος να αναρωτιέται γιατί όλο αυτό. Όταν μάλιστα η υπόθεση δεν είναι ακριβώς οι στίχοι του τραγουδιού.
Η υπόθεση μπορεί να μην είναι, το απόσταγμα όμως είναι, το απόσταγμα όπως το ήθελε ο σκηνοθέτης στη συναισθηματική σηματοδότηση της ταινίας, στο τραγούδι που ήθελε να ακούγεται, χωρις ο θεατής να καταλαβαίνει τους στίχους Ισως να το έκανε επειδή το σενάριο στο φιλμ μιλά για την αποξένωση. Αρα ένα ξένο τραγούδι, χωρίς υποτιτλισμένους στίχους βάζει θεμέλιο λίθο στο εύρημα. Κι ο Αμέλιο ως ψαγμένος σκηνοθέτης και καταρτισμένος κινηματογραφιστής, δεν ήθελε την ταυτολογία εικόνας κι αφήγησης αλλά το απόσταγμα ως υπογράμμιση. Είναι ένα μάθημα κινηματογραφικό, κι ένα παράδειγμα των όσων γράφω κατά καιρούς περι κινηματογραφικής μουσικής και κινηματογραφικού τραγουδιού και παρεξηγημένης αντίληψης γύρω από αυτήν.
Και τα γράφω αυτά, διότι ο Αμέλιο, με το τραγούδι ης Αρλέτας δεν σταματά εδώ. Το ξαναχρησιμοποιεί σε σκηνή συναισθήματος στη μέση του έργου για λιγο και το χρησιμοποιεί αυστηρώς ορχηστρικά στη λήξη. Το έχει δηλαδή με στίχους πλήρες στους τίτλους έναρξης και το έχει κι ως θέμα αλλά μόνο όρχησης στους τίτλους φινάλε. Προσέξτε τώρα τη σημασία όλου αυτού του πράγματος: Το φιλμ προτάθηκε στα DAVID DI DONATELLO(2018), για ΟΚΤΩ βραβεία, σε Οκτώ κατηγορίες δηλαδή. Μία από αυτές ήταν κι η ΜΟΥΣΙΚΗ. Την οποία υπογράφει ο συνεργάτης του Αμέλιο από τα παλιά , o ΦΡΑΝΚΟ ΠΙΕΡΣΑΝΤΙ που είχε πάρει «Donatello» και για το «ladro di bambini» και για το «Lamerica» αλλά και για τον «Αλιγάτορα» του Νάνι Μορέτι.
Εδώ λοιπόν τι έκανε; Τράβηξε θέματα ορχηστρικής προέκτασης κι επεξεργασίας από το τραγούδι της Αρλέτας, το είδος της δουλειάς που έχομε δει και σε άλλους να συμβαίνει , που από ένα τραγούδι αντλούν μελωδία και παρεμβάλουν νότες με ενορχηστρώσεις που αλλάζουν , με πιο τρανά παραδείγματα τη δουλειά του Μωρίς Ζαρ στο «Ghost» ή του Τόμας Νιούμαν και του Μάρβιν Χάμλιστς στα έργα του Τζέημς Μπόντ . Ο Φράνκο Πιερσάντι δουλεύει ακριβώς τη σκηνοθεσία του Αμέλιο πάνω στο τραγούδι της Αρλέτας που είναι αυτό το οποίο επισημαίνεται από τη σκηνοθεσία ως κλίμα ώστε να μη «χαθεί» ο μουσικός. Πως ήταν το φτερό στον «Φόρεστ Γκαμπ», που το είχε εφεύρει ο Ρομπερτ Ζεμέκις και το έριχνε κάθε τόσο στην οθόνη , σαν μπούσουλα για το είδος της σκηνοθεσίας που κάνει; Κάπως έτσι.
Όλα αυτά λοιπόν για τη σημαντικότητα της δουλειάς αλλά και του τραγουδιού της Αρλέτας. Διότι το έργο είναι ένα σύγχρονο δράμα, από αυτά που κάνουν μοναδικά οι Ιταλοί -πόσο μάλλον ο Τζάνι Αμέλιο!!!- το οποίο έχει να κάνει με την αποξένωση, με την οικογένεια και τελικά με το ποιοι είναι και τι εννοούμε όταν λέμε «οι δικοί μας άνθρωποι»... Ένας συνταξιούχος δικηγόρος, αποξενωμένος από τα παιδιά του, που ζει μόνος του κι εχει αποτραβηχτεί στη Νάπολι (κι η σκηνογραφική διεύθυνση επισημάνθηκε στα Donatello για τη Νάπολι των εσωτερικών ντεκόρ και των συγκεκριμένων ανθρώπων με ελάχιστη χρήση στα αξιοθέατα) παθαίνει έμφραγμα. Γνωρίζεται με το ζεύγος των νεαρών γειτόνων που έχουν πρόσφατα μετακομίσει, κι είναι στην ηλικία των παιδιών του και με αυτούς θα αναπτύξει οικογενειακή σχέση, και θα δείξει τρυφερότητα, αυτή που δεν έχει δείξει στα παιδιά του. Διότι κι εκείνα έχουν τους λόγους τους που δεν του μιλάνε.. Και το έργο μας τα δείχνει όλα.. Το θέμα, όμως, είναι ότι κι αυτό το ζευγάρι δίπλα του δεν είναι ευτυχισμένο, οι εξελίξεις θα πάρουν δραματική τροπή για εκείνους, ο ήρωας μας θα σταθεί πατέρας στους ξένους, κι εν πάση περιπτώσει έχει ενδιαφέρον η ιστορία και δεν θέλω να πω περισσότερα όχι μόνο για να αποφύγω να προδώσω μυστικά αλλά και για την ευχαρίστηση της ανακάλυψης από τη μεριά του θεατή.
Εχει ενδιαφέρον και το πως σκηνοθετεί τη διανομή ο Αμέλιο. Και το πως είναι δομημένο. Δομείται πάνω στον συνταξιούχο κι ο ΡΕΝΑΤΟ ΚΑΡΠΕΝΤΙΈΡΙ, ο θαυμάσιος καρατερίστας κερδίζει βραβείο πρωταγωνιστικού ρόλου ενώ τον πλαισιώνει ο Αμέλιο με τρία από τα σημαντικότερα νεότερων ηλικιών ονόματα της σύγχρονης κινηματογραφικής Ιταλίας, που πάνε υποψήφιοι για supporting (ή…attori non protagonisti, όπως το λένε οι Ιταλοί), τον ΕΛΙΟ ΤΖΕΡΜΑΝΟ και την ΜΙΚΑΕΛΑ ΡΑΜΑΤΖΟΤΙ, στους ρόλους των γειτόνων ενώ ως αντίπαλο δέος για το ρόλο της κόρης που είναι και δικηγόρος, επιλέγει την ΤΖΟΒΑΝΑ ΜΕΤΣΟΤΖΟΡΝΟ. Όλοι δηλαδή οι δυνατοί καινούργιοι να πλαισιώνουν υποστηρικτικά τον καρατερίστα. Πολύ ενδιαφέρουσα σκηνοθεσία, που ξεκινά, φυσικά, από τη σεναριακή δομή.
Συναντούμε και μια παλιά γνώριμη, κάποτε σέξυ, που έχει αλλάξει πλέον εμφάνιση, σουλούπι αλλά και είδος ρόλων κι όσοι παρακολουθείτε τις «περιπέτειες του Ηρακλή Πουαρό» με τον Ντεηβιντ Σασετ, θα την έχετε δει σε κάποια επεισόδια έτσι όπως είναι αλλαγμένη. ΄Έτσι αλλαγμένη, στη σημερινή της εμφάνιση και ηλικία, βγαίνει και στο φιλμ , με ένα πολύ ενδιαφέροντα δραματικό ρόλο, ως μητέρα του Ελιο Τζερμάνο. Είναι η ΓΚΡΕΤΑ ΣΚΑΚΙ.!!
Εν κατακλείδι, πρόκειται για ταινία που τη συνιστώ ανεπιφύλακτα, βασίζεται και σε βιβλίο, όπου στη μεταφορά συμμετέχει επισήμως σεναριακά ο σκηνοθέτης και θα κλείσω με αυτό της Αρλέτας που με έχει απασχολήσει πάνω στο «τίποτα δεν πάει χαμένο» και κανείς δεν ξέρει πότε και αν και σε ποια γωνιά της γης κάποιο έργο θα ανακαλυφθεί, εκεί που δεν το περιμένει κανένας, που δεν το έχουν υποπτευθεί καν οι δημιουργοί του. Που να φανταζόταν η Αρλέτα πριν 50 περίπου χρόνια, όταν έγραφε αυτό το τραγούδι ότι θα ενέπνεε ταινία ιταλική, κορυφαίου σκηνοθέτη που θα στηριζόταν όλη πάνω σε αυτό!!! Ποιος να ξέρει στο βλέμμα του πίσω τι κρύβει ο Θεός για μας. Χωρίς ειρωνείες παρακαλώ!!!»
Πηγή: www.pantimo.gr [Παναγιώτης Τιμογιαννάκης]
ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ - ΧΟΡΗΓΙΑ
Ο Ιταλικός κινηματογράφος ταξιδεύει στην Ελλάδα
Το φεστιβάλ cinema.it_2025 είναι το 11ο Αφιέρωμα στον Ιταλικό Κινηματογράφο. Είναι μια πρόταση του Πολιτιστικού Συλλόγου AIAL που υλοποιείται με τη συνεργασία του Ιταλικού Μορφωτικού Ινστιτούτου Αθηνών. Πραγματοποιείται δε, στο πλαίσιο του Δικτύου Ελληνο-Ιταλικής Πολιτιστικής Συνεργασίας με την υποστήριξη της Ομοσπονδίας Κινηματογραφικών Λεσχών Ελλάδας (ΟΚΛΕ) και παρουσιάζει φέτος μια σειρά από ταινίες αντιπροσωπευτικές της πιο πρόσφατης Ιταλικής παραγωγής.







