ΠΡΟΒΟΛΗνέα

Η Περιφρόνηση

"Le Mepris (Contempt)" Jean-Luc Godard Γαλλία, Ιταλία 1963

ΣΥΝΟΨΗ

Ο Αμερικανός παραγωγός Τζέρεμι Πρόκος (Τζακ Πάλανς) προσλαμβάνει τον γνωστό Αυστριακό σκηνοθέτη Φριτς Λανγκ (υποδύεται τον εαυτό του στην ταινία) προκειμένου να μεταφέρει στον κινηματογράφο την Οδύσσεια του Ομήρου. Δυσαρεστημένος με την «καλλιτεχνική» προσέγγιση που ακολουθεί ο σκηνοθέτης, προσλαμβάνει τον Πωλ Ζαβάλ (Μισέλ Πικολί), συγγραφέα αστυνομικών ιστοριών και θεατρικών έργων, για να επεξεργαστεί το σενάριο. Η σύγκρουση μεταξύ καλλιτεχνικής έκφρασης και εμπορικής απήχησης ακολουθεί μια παράλληλη πορεία με την προοδευτική αποξένωση του Πωλ από τη σύζυγο του Καμίλ (Μπριζίτ Μπαρντό) η οποία φαίνεται να ξεκινά από τη στιγμή που ο Πωλ αφήνει την Καμίλ μόνη με τον εκατομμυριούχο παραγωγό.

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΟΒΟΛΗΣ Κυριακή 14/12
ΩΡΑ 20:00
ΑΙΘΟΥΣΑ Κέντρο Βυζαντινών Τεχνών Ρεθύμνου
ΤΙΜΗ ΕΙΣΙΤΗΡΙΟΥ Γενικό εισιτήριο:  5€
Συνδρ/τές ΚΙΝΛΕΡ:  3€
Μαθητές:  3€
Φοιτητές:  3€
Άνεργοι:  3€
ΓΙΝΕ ΜΕΛΟΣ

Η προβολή της ταινίας θα γίνει με υπότιτλους στα ελληνικά.

Σχόλια - Πληροφορίες

Trivia για την ταινία

  • Η σκηνή της αρχής με τη Bardot: Η περίφημη αρχική σκηνή, όπου η Bardot ρωτά τον σύντροφό της αν του αρέσουν διάφορα μέρη του σώματός της, προστέθηκε μετά από απαίτηση των παραγωγών για να υπάρχει γυμνό της σταρ. Ο Godard, ενοχλημένος από αυτή την απαίτηση, την γύρισε ειρωνικά, με εναλλασσόμενο κόκκινο και μπλε φωτισμό, ώστε να φαίνεται σχεδόν αφηρημένη και αντι-ερωτική.
  • Η σχέση Godard – Bardot: Ο Godard και η Bardot δεν τα πήγαν καθόλου καλά στα γυρίσματα. Εκείνη τον θεωρούσε ψυχρό και απαιτητικό, ενώ εκείνος τη θεωρούσε «εργαλείο του κινηματογράφου», όχι ηθοποιό. Παρ’ όλα αυτά, η Bardot αναγνώρισε αργότερα ότι η ταινία ήταν μια από τις πιο «σοβαρές» της δουλειές.
  • Ο Fritz Lang ως ο ίδιος: Ο μεγάλος σκηνοθέτης του Metropolis και του M παίζει τον εαυτό του που προσπαθεί να γυρίσει μια νέα εκδοχή της Οδύσσειας. Η φιγούρα του Lang λειτουργεί ως σύμβολο του «παλιού κινηματογράφου», σε αντίθεση με τον κυνισμό του σύγχρονου παραγωγού (Jack Palance).
  • Η βίλα στο Καπρί: Οι σκηνές του διαμερίσματος όπου ο Piccoli και η Bardot τσακώνονται, γυρίστηκαν στη Villa Malaparte στο νησί Capri - ένα εμβληματικό δείγμα μοντερνιστικής αρχιτεκτονικής. Η βίλα ανήκε στον συγγραφέα Curzio Malaparte, και το κτήριο έγινε τόσο διάσημο από την ταινία που θεωρείται πλέον μνημείο κινηματογραφικής αρχιτεκτονικής.
  • Το μουσικό θέμα: Η μουσική του Georges Delerue θεωρείται από τις πιο όμορφες συνθέσεις του. Το βασικό θέμα («Camille’s Theme») χρησιμοποιήθηκε σε μεταγενέστερες ταινίες, όπως το Casino του Scorsese και το Le Mépris του Sorrentino στο The Young Pope.
  • Μια ταινία για τον κινηματογράφο: Ο Godard την αποκαλούσε «μια ταινία για το πώς το σινεμά περιφρονεί τον άνθρωπο». Μέσα από τη διάλυση ενός ζευγαριού, ο σκηνοθέτης μιλά για τη διάλυση της σχέσης ανάμεσα στην τέχνη και στο χρήμα.
  • Η ταινία ήταν πανάκριβη για τον Godard: Μέχρι τότε ο Godard δούλευε με πολύ μικρούς προϋπολογισμούς (όπως στο À bout de souffle). Το Le Mépris ήταν η πρώτη του διεθνής παραγωγή, με χρηματοδότηση από την ιταλική εταιρεία Carlo Ponti / Joseph E. Levine, οι οποίοι όμως ήθελαν εμπορικό αποτέλεσμα.
  • Η ρήξη με τους παραγωγούς: Οι παραγωγοί πίεζαν για περισσότερη δράση και γυμνό. Ο Godard αντέδρασε ειρωνικά, ενσωματώνοντας αυτά τα στοιχεία με αντι-εμπορικό τρόπο. Ο ίδιος είχε πει: «Έβαλα ό,τι ήθελαν, αλλά με τον δικό μου τρόπο, ώστε να μη θέλουν ποτέ ξανά να μου ζητήσουν κάτι».
  • Η Brigitte Bardot δεν ήταν η αρχική επιλογή: Ο Godard ήθελε αρχικά την Kim Novak ή τη Monica Vitti, αλλά οι παραγωγοί επέβαλαν τη Bardot επειδή ήταν τότε το μεγαλύτερο ευρωπαϊκό sex symbol.
  • Το αυτοκίνητο της ταινίας: Ο Paul (Michel Piccoli) οδηγεί ένα Fiat 2300S Coupé, ένα σπορ ιταλικό αυτοκίνητο που συμβολίζει τον «νέο» ευρωπαϊκό αστό, επιτυχημένο αλλά εσωτερικά άδειο.
  • Η φωτογραφία του Raoul Coutard: Ο μόνιμος διευθυντής φωτογραφίας του Godard χρησιμοποίησε φίλτρα Kodachrome για τα έντονα μπλε, κόκκινα και λευκά χρώματα. Ο Godard το θεωρούσε «την πιο αμερικανική ταινία μου σε χρώμα και την πιο γαλλική σε αίσθηση».
  • Η ταινία μέσα στην ταινία: Ο Fritz Lang γυρίζει μια Οδύσσεια - και η ίδια η Περιφρόνηση είναι μια μοντέρνα Οδύσσεια: ο Paul σαν Οδυσσέας, η Camille σαν Πηνελόπη, αλλά χωρίς επιστροφή. Ο Godard δηλώνει έτσι πως ο σύγχρονος άνθρωπος έχει χάσει τη μυθολογία του.
  • Η Villa Malaparte ως σύμβολο απομόνωσης: Το σπίτι στην Καπρί μοιάζει να «αναδύεται» από τη θάλασσα, σαν σύγχρονη Ιθάκη. Οι τεράστιες σκάλες και η απόσταση από τον έξω κόσμο υπογραμμίζουν τη συναισθηματική απόσταση του ζευγαριού.
  • Η χρήση των χρωμάτων: Κόκκινο = πάθος, μπλε = ψυχρότητα, λευκό = αποστασιοποίηση. Ο Godard τα χρησιμοποιεί δομικά, όχι διακοσμητικά - κάθε αλλαγή φωτισμού σηματοδοτεί μετατόπιση στη σχέση.
  • Το βιβλίο του Moravia διαφέρει: Στο μυθιστόρημα, ο Paul είναι συγγραφέας θεατρικών έργων. Ο Godard τον έκανε σεναριογράφο, για να φέρει τη σύγκρουση μέσα στο ίδιο το σινεμά.
  • Ο τίτλος “Le Mépris”: «Mépris» σημαίνει περιφρόνηση, αλλά και αποξένωση, απώλεια σεβασμού. Η Camille δεν περιφρονεί μόνο τον Paul - ο Godard περιφρονεί τον κόσμο του κινηματογράφου που εξευτελίζει την τέχνη.
  • Αγαπημένη ταινία πολλών σκηνοθετών: Ο Martin Scorsese, ο Quentin Tarantino, ο Wong Kar-wai και ο Paolo Sorrentino έχουν δηλώσει ότι είναι από τις πιο επιδραστικές ταινίες που είδαν ποτέ.
  • Η μουσική του Delerue σε άλλες ταινίες: Το βασικό θέμα ακούγεται στο Casino (Scorsese, 1995), στο Godard Mon Amour (2017), και στο The Young Pope (2016). Ο Delerue είπε ότι ο Godard του ζήτησε “μουσική για έναν χαμένο έρωτα που δεν θα ξαναγεννηθεί ποτέ.”
  • Η σκηνή του καβγά στο διαμέρισμα: Κρατά σχεδόν 40 λεπτά χωρίς πραγματική δράση. Είναι ένα σχεδόν θεατρικό μονόπρακτο, με μικρές αλλαγές φωτισμού και κινήσεις κάμερας που αντικατοπτρίζουν τα συναισθήματα. Πολλοί μελετητές τη θεωρούν μία από τις καλύτερα σκηνοθετημένες σκηνές ζευγαριού στην ιστορία του κινηματογράφου.
  • Godard cameo: Ο ίδιος ο Godard εμφανίζεται για λίγα δευτερόλεπτα ως βοηθός παραγωγής στη σκηνή στο στούντιο, φορώντας γυαλιά και καπέλο - σχεδόν κρυφά.
  • Η λέξη "Fin": Στο τέλος, η λέξη “Fin” εμφανίζεται μόνη της σε λευκό φόντο. Ο Godard είπε αργότερα πως «Δεν ήταν το τέλος της ταινίας· ήταν το τέλος μιας εποχής του κινηματογράφου».

Μέσα στην καρδιά της Nουβέλ Βαγκ, Η Περιφρόνηση του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, αποτελεί μια σφοδρή κριτική του αντισυμβατικού σκηνοθέτη στον αμερικάνικο τρόπο δημιουργίας  ταινιών, που έχουν ως μοναδικό στόχο το κέρδος και ο οποίος αντιτίθεται στο όραμα του σινεμά του δημιουργού. Διασκευάζοντας το ομότιτλο μυθιστόρημα του Aλμπέρτο Μοράβια, η ταινία περιστρέφεται γύρω από τον Πολ (Μισέλ Πικολί), έναν θεατρικό συγγραφέα ο οποίος προσλαμβάνεται από έναν παραγωγό του Χόλιγουντ για να ξαναγράψει το σενάριο μιας φιλόδοξης κινηματογραφικής μεταφοράς της Οδύσσειας. Ο αμερικανός παραγωγός, που τον ερμηνεύει ο Τζακ Πάλανς, δεν έχει μείνει ευχαριστημένος από την εκδοχή του σκηνοθέτη, που δεν είναι άλλος από τον μέγιστο Φριτς Λανγκ, στον ρόλο του εαυτού του. H πανέμορφη γυναίκα του Πολ (Μπριζίτ Μπαρντό) έχει πρόβλημα μαζί του για την ευκολία που αυτός συμβιβάζεται, πουλώντας τις ιδέες του στο όνομα του χρήματος, τον περιφρονεί γι’ αυτό και φεύγει με τον παραγωγό, δίνοντας τέλος στη σχέση τους.

«Το θέμα της ταινίας είναι άνθρωποι που αλληλοκοιτάζονται και κριτικάρουν ο ένας τον άλλον και στη συνέχεια έρχεται ο κινηματογράφος που τους παρατηρεί και τους κριτικάρει, ενσαρκωμένος στο πρόσωπο του Φριτς Λανγκ. Πέρα από την ψυχολογική ιστορία μίας γυναίκας που περιφρονεί τον σύζυγό της, Η περιφρόνηση μοιάζει να είναι η ιστορία των ναυαγών του δυτικού κόσμου, που αποβιβάζονται μια μέρα σ’ ένα έρημο και μυστηριώδες νησί, όπως οι ήρωες του Bερν και του Στήβενσον, ένα νησί που το μυστικό του έγκειται αναμφισβήτητα στην έλλειψη μυστηρίου, δηλαδή την αλήθεια. 

«Η περιπλάνηση του Οδυσσέα υπήρξε ένα φυσικό φαινόμενο, εγώ όμως γύρισα μία ηθική οδύσσεια: το βλέμμα της κάμερας πάνω στους ήρωες που αναζητούν τον Όμηρο αντικαθιστά το βλέμμα των θεών πάνω στον Οδυσσέα και τους συντρόφους του» λέει ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ γι’ αυτή  την εξαιρετική δημιουργία του. Γυρισμένη σε cinemascope, με εκπληκτική χρωματική παλέτα δια χειρός του Ραούλ Κουτάρ και γυρίσματα στο Κάπρι, στη θρυλική βίλα του ιταλού συγγραφέα Κούρτσιο Μαλαπάρτε, Η περιφρόνηση μιλά με οξύτητα και οξυδέρκεια για την κρίση των αξιών και των διαπροσωπικών σχέσεων, σε μια κοινωνία ολοκληρωτικά αλλοτριωμένη και διαβρωμένη από την κυριαρχία του χρήματος. 

[Πηγή: www.filmfestival.gr]


Σχολιασμός της ταινίας από τον Χρήστο Μήτση για το Αθηνόραμα

Ο Γκοντάρ συναντά την Μπριζίτ Μπαρντό και διασκευάζει Αλμπέρτο Μοράβια, υπογράφοντας την πλέον συντηρητική αφηγηματικά ταινία του, αλλά και μια από τις εμβληματικότερες της δεκαετίας του ’60.

Η ιδέα του μεγαλοπαραγωγού Κάρλο Πόντι να παντρέψει στις αρχές της δεκαετίας του '60 το εμπορικότερο προϊόν με το αντισυμβατικότερο δημιουργικό ταλέντο του γαλλικού σινεμά αποδείχτηκε πολλαπλά ωφέλιμη. Τόσο για την τσέπη του όσο και για την 7η τέχνη. Γιατί αν και δουλεύοντας κατά παραγγελία, ο Ζαν – Λικ Γκοντάρ διασκεύασε ευρηματικά ένα μυθιστόρημα του Αλμπέρτο Μοράβια πάνω στην αιώνια διαμάχη καλλιτεχνικής έκφρασης και εμπορικού κέρδους, χάρισε στην Μπριζίτ Μπαρντό τον πιο μεστό ίσως ρόλο της και υπέγραψε την πλέον συντηρητική αφηγηματικά ταινία του (η πιο αγαπημένη των γκονταρικά... αποστασιωμένων σινεφίλ), αλλά και μια από τις εμβληματικότερες της δεκαετίας του ’60.

Η ίδια η ταινία, άλλωστε, δεν είναι παρά μια παραλλαγή αυτής της ιστορίας: δυσαρεστημένος από την καλλιτεχνική προσέγγιση του σκηνοθέτη του, ένας Αμερικανός παραγωγός προσλαμβάνει έναν Γάλλο συγγραφέα για να διασκευάσει σεναριακά την "Οδύσσεια" με εμπορικότερο πνεύμα. Ο τελευταίος θα παγιδευτεί δημιουργικά, οδηγώντας σε αδιέξοδο ακόμα και την προσωπική του ζωή.

"Όταν ακούω τη λέξη κουλτούρα, βγάζω το μπλοκ των επιταγών μου": Η περιφρόνηση την οποία δείχνει ο συγγραφέας – σεναριογράφος Πολ προς τη γυναίκα του, τη "φυσική" ομορφιά και την ίδια τη ζωή τελικά, για χάρη μιας μισθωμένης κινηματογραφικής εργασίας, θα οδηγήσει τη σχέση τους σε αδιέξοδο και θα μετατρέψει αυτό το απλό ερωτικό δράμα σε αρχαιοελληνικών διαστάσεων τραγωδία. Ο Γκοντάρ σκηνοθετεί μεθοδικά, πατώντας σε διακριτικές αντιθέσεις και αντιστίξεις. Σινεμασκόπ κάδρα γεμάτα εκθαμβωτικά χρώματα και μια υπόγεια ειρωνική ματιά, η σέξι Μπριζίτ Μπαρντό και το καρτποσταλικό Κάπρι, ο διάσημος σκηνοθέτης Φριτς Λανγκ ("Μετρόπολις") να υποδύεται τον εαυτό του και ο κόσμος του σινεμά σαν μια "βρόμικη" τέχνη, γεμάτη μεγαλείο και φτηνούς συμβιβασμούς ("Θα δεχτείς, γιατί έχεις ανάγκη τα λεφτά. Έμαθα πως έχεις πολύ όμορφη γυναίκα"). Και μέσα σ’ όλα αυτά το σύγχρονο ζευγάρι, αλλοτριωμένο από μια ζωή γεμάτη δυνατότητες και αντιμέτωπο με τις ίδιες του τις (προκαθορισμένες) επιλογές.

[Πηγή: Χρήστος Μήτσης για το Αθηνόραμα, www.athinorama.gr]

Συνεργασία - Χορηγία

Η ταινία προβάλλεται σε συνεργασία της Κινηματογραφικής Λέσχης Ρεθύμνου με το Γαλλικό Ινστιτούτο Ελλάδας.

Logo Institut Francais I Fcinema filmpage

Βραβεία και διακρίσεις

Η ταινία απέσπασε 1 βραβείο και 1 υποψηφιότητα σε διάφορα φεστιβάλ κινηματογράφου και απονομές βραβείων.

Trailer της ταινίας

Φωτογραφικά στιγμιότυπα της ταινίας

Αφίσες της ταινίας

Βιογραφικό του σκηνοθέτη

Jean Luc Godard

Ο Ζαν Λικ Γκοντάρ (1930) είναι ενδεχομένως ο σημαντικότερος εν ζωή σκηνοθέτης του γαλλικού κινηματογράφου. Με καταγωγή από την Ελβετία, σπούδασε ανθρωπολογία στο Παρίσι, όπου απορροφήθηκε από την αναδυόμενη παρισινή κινηματογραφοφιλία της δεκαετίας του 1950 και σύντομα, από κριτικός του κινηματογράφου, έγινε ένας από τους κορυφαίους σκηνοθέτες της Nouvelle Vague. Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 έκανε πολιτικοποιημένο κινηματογράφο, αλλά και όλο του το έργο —πάνω από 50 ταινίες— διαπνέεται από μια πολιτική αισθητική του κινηματογράφου, με την οποία αναστοχάζεται φιλοσοφικά τις εκφραστικές δυνατότητες του κινηματογράφου. Αξίζει να σημειωθεί το πολυμεσικό έργο του Histoire(s) du cinéma (1998), στο οποίο στοχάζεται ταυτόχρονα πάνω στην Ιστορία αλλά και τις ιστορίες του σινεμά.